εξευρωπαϊσμός

εξευρωπαϊσμός
ο [εξευρωπαΐζω]
το να καταστεί κάποιος Ευρωπαίος, να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξευρωπαϊσμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω (βλ. λ.), ο εκπολιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • Πολυνησία — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ανατολικότερη από τις τρεις ζώνες στις οποίες υποδιαιρείται συνήθως η Ωκεανία. Περιλαμβάνει, εκτός από τη συστάδα της Χαβάης, που είναι απομονωμένη στα Β, μια σειρά από αρχιπελάγη, διατεταγμένα προς τα Α του… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”